Το οικονομικό επιτελείο της Τουρκίας επιχείρησε να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αν και τα αποτελέσματα παραμένουν αμφίβολα. Ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μίλησε σε δείπνο που διοργάνωσε το Τουρκο-Αμερικανικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο (TAIK) με εκπροσώπους από 25 αμερικανικές εταιρείες του Fortune 100. Στην εκδήλωση, επανέφερε τον στόχο της Τουρκίας να αυξήσει τη συμμετοχή της στην παγκόσμια αγορά Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) από 1% σε 1,5%.
Στις εκδηλώσεις, ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών, Μεχμέτ Σιμσέκ, συμμετείχε σε τρεις κλειστές συναντήσεις επενδυτών που φιλοξένησε η Citibank, ενώ συναντήθηκε και με εκπροσώπους της Goldman Sachs, όπου διαβεβαίωσε για τη μόνιμη δημοσιονομική λιτότητα της χώρας. Ανέφερε επίσης ότι η Τουρκία μπαίνει σε φάση αποπληθωρισμού. Ο υπουργός Εμπορίου, Μπολάτ, ενημέρωσε την πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, Suzanne Clark, για τις ευκαιρίες επένδυσης στην Τουρκία, με στόχο την αύξηση του εμπορίου ΗΠΑ-Τουρκίας στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο υπουργός Ενέργειας, Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, δήλωσε στους επενδυτές ότι η Τουρκία προσφέρει «ευρείες επενδυτικές ευκαιρίες για την παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση». Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της TAIK, Μουράτ Οζγεγίν, δήλωσε ότι η τρέχουσα ενέργεια των επενδυτών προς την Τουρκία θυμίζει την ατμόσφαιρα του 2005-2007, όταν οι επενδύσεις στη χώρα ανήλθαν σε 87 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι ανέφεραν ότι οι προσπάθειες αυτές δεν ήταν αποτελεσματικές και ότι το μήνυμα που απεστάλη δεν ήταν συμβατό με την πραγματικότητα της χώρας. Ένα θετικό σημείο ήταν ότι ο Ερντογάν τόνισε την αναγκαιότητα να δράσει η Τουρκία ως ένας αξιόπιστος επενδυτικός προορισμός και στην Κωνσταντινούπολη, επισημαίνοντας ότι η χώρα έχει περάσει τρεισήμισι χρόνια χωρίς εκλογές, γεγονός που θεωρεί «χρυσό» για την επίτευξη αναπτυξιακών στόχων.
Τέλος, κυκλοφορούν πληροφορίες ότι η τουρκική κεντρική τράπεζα σχεδιάζει να μειώσει τα επιτόκια κατά 250 μονάδες βάσης τον Νοέμβριο, ωστόσο μια πρόωρη μείωση ενδέχεται να επιφέρει αύξηση του ξένου νομίσματος, εξάντληση των αποθεμάτων και διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των επιτοκίων αγοράς και των επιτοκίων πολιτικής.
Πηγή: ethnos.gr