Ο πληθυσμός της Ελλάδας παρουσιάζει «σταθερή και συνεπή» μείωση τα τελευταία χρόνια, με την υπογεννητικότητα να είναι η κύρια πρόκληση που αναμένεται να αντιμετωπίσει στο μέλλον. Οι αιτίες και οι συνέπειες αυτού του φαινομένου είναι γνωστές και η επιστημονική κοινότητα έχει επισημάνει με ανησυχία την κατάσταση, ενώ πολιτικές αρχές αναζητούν στρατηγικές για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος.
Το 2022 η Ελλάδα κατέγραψε τον χαμηλότερο αριθμό γεννήσεων στην ιστορία της, σύμφωνα με τον χειρούργο γυναικολόγο και ακαδημαϊκό Νικόλαο Ζυγουρόπουλο. Ορισμένα χωριά δεν έχουν καταγράψει ούτε μία γέννηση τα τελευταία χρόνια, γεγονός που ενισχύει την ανησυχία. Ο δείκτης γονιμότητας πρέπει να παραμένει πάνω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα για τη βιωσιμότητα ενός έθνους, κάτι που φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί.
Στο πλαίσιο του 15ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Μικρών Νησιών, που πραγματοποιήθηκε στη Μήλο, συζητήθηκαν τα ζητήματα που σχετίζονται με τη μεταφορά και την ανάπτυξη των μικρών κοινοτήτων, όπως η υπογεννητικότητα και οι επιπτώσεις της. Ο πρόεδρος του ΙΣΑ, Γιώργος Πατούλης, αναφέρθηκε στη σημασία της δωρεάν αιματολογικής εξέτασης ΑΜΗ (Αντιμυλλέριος Ορμόνη), την οποία ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, ως εργαλείο για τη διαχείριση της γονιμότητας.
Η υπογεννητικότητα εγκυμονεί κινδύνους για τη βιωσιμότητα των μικρών κοινοτήτων. Ο Πατούλης τόνισε ότι αν δεν υπάρξουν οργανωμένες πολιτικές που να δίνουν κίνητρα για τη δημιουργία οικογένειας, η κατάσταση θα εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά αρνητική πραγματικότητα. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2050, ο πληθυσμός της χώρας δεν θα υπερβαίνει τα 7,5 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με έρευνα της Ελληνικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής, μόνο μία στις δέκα γυναίκες γνωρίζει ότι η έκπτωση του ωοθηκικού αποθέματος ξεκινάει στα 35 έτη. Ταυτόχρονα, το 48% πιστεύει ότι οι πιθανότητες φυσικής σύλληψης στην ηλικία των 40 είναι 30-50%, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολύ λιγότερες (3-5%). Η έλλειψη ενημέρωσης για τη γονιμότητα είναι σοβαρή, με το διαδίκτυο να αναγνωρίζεται ως η κύρια πηγή πληροφόρησης για το 60% των γυναικών.
Η αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας απαιτεί σημαντική κοινωνική ευαισθητοποίηση και υποστήριξη για τα ζευγάρια, ώστε να κατανοήσουν τη σημασία της γονιμότητας και των σχετικών εξετάσεων. Κλείνοντας, οι ομιλητές του συνεδρίου υπογράμμισαν την ανάγκη για πολιτική στήριξης και ποιοτικής υποστήριξης για να ενθαρρυνθούν οι νέοι να αποκτήσουν παιδιά.
Πηγή: ethnos.gr